- αουορθία
- (haworthia). Γένοςμονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λειλιιδών, με περισσότερα από 60 είδη, όλα ιθαγενή των νότιων περιοχών της Αφρικής. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη ή θαμνώδη, σπάνια δενδρώδη, με φύλλα σε πυκνό θυσανωτό ρόδακα ή σε πυκνές σπειροειδείς σειρές. Τα φύλλα τους είναι μικρά, παχιά, σαρκώδη, τροπιδοφόρα και συχνά με άσπρα στίγματα. Τα άνθη τους είναι άσπρα ή πράσινα με ρόδινες ή πράσινες ραβδώσεις, κατά σταχυώδεις ή φοβοειδείς ταξιανθίες. Ο καρπός τους είναι κάψα μονόχωρη, που ανοίγει με τρεις ελασματοειδείς σχισμές. Οι α. πολλαπλασιάζονται κυρίως με παραφυάδες αλλά και με σπορά, καλλιεργούνται δε προπάντων ως καλλωπιστικά φυτά.
Dictionary of Greek. 2013.